Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΟΥ

                   
         

 ΑΘΗΝΑ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ

Oταν ήμουν προχθές στην Αθήνα ,
μία βόλτα επήγα να κάνω
Στη Πλατεία πού λένε τη Βάθης 
στο παλιό Περοκέ παρά πάνω
στη γωνία της Μάρνης και Ουγκώ
είπα λίγο ανάσα να πάρω,
βλέπω εκεί στο παγκάκι μια θέση 
κι είπα λίγο σ αυτό να παρκάρω.
Μα δεν ήταν η ίδια πλατεία 
πού παλιά εγώ έκανα βόλτα,
Τά ωραία κορίτσια χαθήκαν
πού στεκόταν συχνά εις την πόρτα.
Κάτι τύπους μονάχα κοιτάζω 
με μανίκια ψηλά σηκωμένα
Λες και θέλουν με πείσμα να δείξουν 
το τι έχουν σ αυτά τυπωμένα.
Το μυαλό μου παντού τριγυρίζει 
το τηλέφωνο κι αυτό δεν χτυπάει
η μοναξιά μου διαρκώς μεγαλώνει ,
κι ο καημός μου αυτός θα με φάει,
λες την σκέψη να μούχε διαβάσει 
και μια κούκλα κοντά μου καθίζει
και με λόγια γλυκά να μού τάζει
πώς χαρά να μού δώσει γνωρίζει.
Μα καλή μου της λέω γιατί; 
Τη ζωή σου γιατί δεν προσέχεις;
Εχω ανάγκη καλέ μου πολλή! 
Μά είσαι νέα ακόμα δεν βλέπεις;;
Mά δεν είναι μονάχα αυτό , 
κινδυνεύει η ζωή σου ακόμα.
Μη σ ακούσουν εδώ να το λές;
και μού κλείνει με το χέρι το στόμα.
Ελα κάτω της λέω μαζί μου, 
θάχεις πάντα δουλειά για να κάνεις
και θα ζείς χωρις φόβο προπάντων,
τους δικούς σου ποτέ μη πικράνεις
Ξέχασέτο! Μού λέει σπαστά, 
πρέπει εdω πολύ να dουλέψω,
Εχω αρωστη μάνα πολύ ,
gιαυτό πρέπει εgώ λευτά να μαζέψω.
Χαιρετάω και φεύγω αμέσως, 
η καρδιά μου στο στήθος σπαράζει
Πού εχει φτάσει ο κόσμος μας λέω,
ότι κι αν κάνεις αυτός δεν αλλάζει.
Πέντε μέρες περνούν από τότε 
κι η μορφή της διαρκώς στο μυαλό μου
Στη δουλειά προσπαθώ να ξεχάσω
και ν’ αλλάξω και τον εαυτό μου.
Μά την έκτη τη μέρα καθίζω 
στη TV για να δω τις ειδήσεις
Για να δώ βρέ Νικόλα απόψε 
εις το Αλφα τι έχεις να δείξεις
και αρχίζω να βλέπω ένα-ένα 
τά αστεία και τά σοβαρά,
Οσπου οίδα και το τελευταίο 
και μού κόβει εντελώς τη χαρά.
Να η κούκλα πού είχα γνωρίσει 
εις τη Βάθης εκεί στο παγκάκι
ξαπλωμένη λένε τη βρήκαν 
εις το Φάληρο σ ένα παρκάκι.
ξαναείδα τά ματια τά ιδια ,
με τη λάμψη την ιδια και πάλι
όμως τώρα χωρίς να μιλάει 
με δυό σφαίρες μικρές στο κεφάλι
(Αληθηνη ιστορια) 





         

                          H ΓΚΡΙΝΙΑΡΑ
Γύρισα πάλι απ’τη δουλειά μου κουρασμένος
Πλύθηκα κι έφαγα γιατί ’μουν πεινασμένος.
Κι ενώ ακόμα το φαΐ είχα στο στόμα
Ακούω δίπλα δυνατά. _ Δεν έφαγες ακόμα;
Έφαγα μελιστάλαχτη! Της γειτονιάς ωραία!
Είς την Ταράτσα ανεβείς να φτιάξης τη κεραία.!!
Μά ψιλοβρέχει !! δε θωρής ; δεν έχουμε κι ομπρέλα!
_Πρέπει να δώ το Ρεπορτάζ του Κώστα Χαρδαβάλα!
Καί ήθελα δεν ήθελα επήγα στη Ταράτσα
Βαρέθηκα την τη Ζωή με τούτη τη καπάτσα.
Και τη κεραία έφτιαξα κι έβλεπε εικόνα Τζάμι
Μα ’μένα η έρημη ζωή καθόλου δε συνδράμει
Στη τηλεόραση ’κατσα να δω λίγο ειδήσεις
Μη κάθεσε.ε., μού φώναξε,  Τη Σόμπα να γεμίσεις!
Εφερα και πετρέλαιο! Γέμισα και τη Σόμπα!
Κι αυτή καθόταν στη T.V    μέσ’την καφέ της Ρόμπα.
Και πίστεψα μετά απ’αυτά   πώς ειχαμε τελειώσει
Στο καναμπέ του σαλονιού   είχα σχεδόν ξαπλώσει.
Κι αφού ροχάλιζα σε λίγο φυσικά
το Ρεπορτάζ μέσ’την ομίχλη είχε αρχίσει,
για να μη χάση ούτε λέξη τελικά
του σαλονιού τα φώτα είχε κλείσει.
Μ’απ’τη πολλή τη κούραση ξυπνούσα κάθε τόσο
Απ’τον αφέντη τούτον έ   πως ήθελα γλιτώσω.
Σκέφτηκα να εξαφανιστώ να φύγω να με χάση
Να δώ μωρέ ήντα λογιώς  ηθελα με ξεχάση.
Μα φαίνετε τη σκέψη μου  την είπα δυνατά
Κι όπως λαγοκοιμόμουνα  γροικώ ξεφωνητά!
Ε!  ε!     κακομοίρη κουζουλέ κι αν κάνης καμιά τρέλλα
Για μιάς θα πάω και θα βρώ  το Κώστα Χαρδαβέλα
Και θα του δώσω εντολή  ανέ τα καταφέρει
Δεμένο χειροπόδαρα  κοντά μου να σε φέρει.
Γιαυτό εγώ εσκέφτηκα το κουζουλό να κάνω
Για τη γκρινιάρα τουτηνέ, εγώ ζωή δε χάνω.
Θα τη γλεντάω τη ζωή και δίχως να με νοιάζει.
και ας μη κάνει άλλη δουλειά μονάχα να φωνάζει.


                           ΦΙΛΕ Σ ΑΓΑΠΑΩ


        Στης πλατείας το παγκάκι ένα βράδυ
δυό σκιές συναντηθήκαν στο σκοτάδι
Φίλε μου καλέ συγχώρεσέ με
λίγο κάνε υπομονή και άκουσέ με,
έχω πόνο δυνατό μές τη καρδιά μου,
άσε λίγο να σού πώ τα βάσανά μου.
Ένα φίλο στη ζωή δεν έχω κάνει
Δεν υπάρχει πουθενά για με λιμάνι.
δεν υπάρχει πιά για μένα ένα σπίτι.
_Αχ! βρέ φίλε μου καλέ κάνε κουράγιο
Μά κι εγώ μέσ’ τη ζωή είμαι ναυάγιο.
δυστυχώς μετά απ’ αυτό μ’ εχουν προδώσει.
Φίλε μου καλέ συγχώρεσέ με
το χεράκι σου να πιάσω άφισέ με.
Αφισέ με να το σφίξω στα δικά μου
Να το φέρω λίγο πάνω στη καρδιά μου
κι αν θα στάξουνε σ αυτό τα δάκρυά μου
να το ξέρεις ότι θάναι απ’ τη χαρά μου
Κι αν μού δώσης και την άδεια το φιλάω
τίποτ’άλλο στη ζωή μου δε ζητάω.
Με την αίσθηση αυτή ας ξεψυχίσω
Δεν τη θέλω τη ζωή άλλο να ζήσω.
- Φίλε μου καλέ , συγχώρεσέ με
Κάνε αυτό πού επιθυμείς μά άκουσέ με.
Tώρα πιά για να πεθάνης είναι κρίμα
κάνε σύ όπως το λές το πρώτο βήμα
τώρα πιά αν θα πεθάνης θα πονάω
γιατί φαίνετε κι εγώ σε αγαπάω.
Πέσ’το πάλι να τ’ακούση κι η καρδιά μου
για να πάψουν να κυλούν τα δάκρυά μου
λέγε μού το εκατό φορές την ωρα, 
 για να κόψω της ζωής τη κατηφόρα.
Κάνε θεέ μου νάναι αλήθεια για να ζήσω
μά αν είναι όνειρο ποτέ να μη ξυπνήσω….


       H ΑΠΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ένας ακόμα χρόνος στη πλάτη μου φορτώθηκε 
μ’ αυτός εδώ ο κόσμος ούτε πού διορθώθηκε
Χειρότερο το βλέπω το σήμερα απ’ το χθες
κι ύστερα λένε ψέμα πώς είναι οι Γραφές.
Κι αν δεν αλλάξει το μυαλό π’έχομε στο κεφάλι
θα βράσουμε όλοι σύντομα στο ίδιο το τσουκάλι
Οπέρυσης σαν σήμερα κάτι ’χα για να φάω 
μα εδά ξανοίγω για να βρώ τραπέζι για να πάω.
Εσκέφτηκα στού Νικολή του φίλου μου να πάω
κι αν τρώνε τούτη τη στιγμή να κάτσω και να φάω.
Κι επήγα γιατί σκέφτηκα παλιά πως μούχε πή
σ’ ανάγκη νά'ρθης να με βρεις μη το θεωρείς ντροπή.
Γέμισα θάρρος τη καρδιά και πήγα ένα βράδυ
μα όταν έφτασα εκεί ήτανε πια σκοτάδι.
Κοίταξα απ’το παράθυρο για να βεβαιωθώ
μπας κι είχαν πλέον κοιμηθεί να μη τους ενοχλώ.
Για μια στιγμή ζαλίστηκα μού’ρθε να πέσω κάτω
ποτέ μου δεν αντίκρισα τραπέζι πιο γεμάτο.
Ετρώγανε και πίνανε τσούγκριζαν το ποτήρι
κι εμέ τρέχαν τα σάλια μου όξω στο παραθύρι.
Πήγα στη πόρτα και χτυπώ τι ’θελα περιμένω
πού το περίμενα να βρώ τραπέζι ετσά στρωμένο.
Για μιάς όλα σωπάσανε τριγύρω …τσιμουδιά
Το μόνο π’ αισθανόμουνα ήταν η μυρουδιά.
Βρέ μπάς και δεν ακούσανε,γιαυτό ξαναχτυπώ
γυρνώ προς το παράθυρο ,θωρώ το φώς σβηστό.
Εσκέφτηκα για μια στιγμή να σηκωθώ να φύγω
δίχως να θέλω ένας λυγμός μού’ρχετε ,μα τον πνίγω.
Ανοίγει η πόρτα ξαφνικά και μπαίνω στο σαλόνι
και βλέπω και στο καναπέ το Νίκο να ξαπλώνει.
N: -Πέρασε μέσα βρέ Κωστή μια τσικουδιά να πιούμε
καλά πού μας ε πρόλαβες πριχού να κοιμηθούμε.
Κ:-Αλήθεια λές μπρέ Νικολή κοιμάστε τέθεια ώρα
και δε φοβάσαι το φαϊ να μη σού φέρει μπόρα;
Ν:-Ντα ’μείς δε τρώμε βραδινό γιατί αν φάς παχαίνεις.
Κ:-Ήθελα και να κάτεχα πώς ζεις και δε πεθαίνεις;
Ν:-Βάλε του μπρέ μια τσικουδιά ’Ή μήπως θέλεις τσάι ;
Κ:-Όχι Νικόλα δε θα πιω , γιατί δεν έχω φάει .
Κι αν πιώ κι αυτή τη τσικουδιά τά ’ντερα θα χωνέψω
κι όλη τη νύχτα ύστερα πώς θα τη συργουλέψω;
Ν:-Και γιάντα μπρε δεν έφαγες δεν έρχεσαι απ’ τό σπίτι;
ή μπάς και κάνης δίαιτα ωσάν την Αφροδίτη;
Κ:-Δίαιτα κάνω Νικολιό όχι ν ’αδυνατίσω
αλλά δεν έχουμε φαΐ και πως θα νταγιαντίσω.
Και μιάς και μού ’πες μια φορά αν χρειαστώ βοήθεια
σκέφτηκα να’ρθω να σε βρώ με πόνο μέσ’ στα στήθηα.
Και δε μιλώ για πάρτη μου, ούτε για τη Κυρά μου,
μα τα κοπέλια μου πεινούν και καίγετ’ η καρδιά μου.
Kαι σκέφτηκα μπρέ Νικολιό κάτι να σου ζητήσω
αφού το θάρρος μούδωκες ,και ’γώ να επιζήσω. 
Σηκώνετε ο Νικολιός και στρογυλοκαθίζει
και το μαλί του το πυκνό αρχίζει και σκαλίζει.
Ριχνει σε μένα μιά ματιά και μία στην κυρά του
πού του ’κανε νοήματα να κάτσει είς τα αυγά του.
Ν:-Τι να σού πώ μωρέ Κωστή πού άργησες λιγάκι
γιατί μπρέ δεν ερχόσουνα πρίν το μεσημεράκι;
Σήμερα πήγε η κυρά στη τράπεζα στη χώρα
και μέσα όλα τα ’βαλλε για τη στερνή μας ώρα.
Ν:-Ε! δεν πειράζει Νικολή εχει ο Θεός πού λένε
γιατί εκείνος τα θωρεί τα μάθια μας σαν κλαίνε.
Σηκώθηκα και έφυγα με πίκρα στη καρδιά μου
για ιδές πού φτάνει ο άνθρωπος στα χρόνια τα δικά μου.
Κάθισα κάπου η καρδιά λίγο να ’ ξαποστάσει
κι έτυχε ένας άγνωστος δίπλα μου να περάσει.
Βλέπω αμέσως σταματά,δίπλα μου και καθίζει
πές μου ποιος ειν’ ο πόνος σου και τι σε βασανίζει;
Μού ζήτησε και είπα του όλη την ιστορία
κι αυτός μού είπε στη ζωή ένα ’ναι πούχει αξία.
Τα πλούτη είναι στη καρδιά και όχι μέσ’τη τσέπη 
γιατί να ξέρεις πάντοτε πώς ο Θεός σε βλέπει. 





AΛΙ....ΑΛΙ.....ΚΑΙ ΤΡΙΣ  ΑΛΙ
Aλι….Αλι…και τρις Αλι 
τι μας εκάναν οι τρελοί, 
μας έχουνε ριμάξει.
Χαμπάρι δεν επήραμε,
κι εμπιστοσύνη δίναμε
τα ‘χουνε όλα αρπάξει.
Αλι….Αλί…και τρις Αλί,
καλια ‘χω το Μπαμπά Αλή
πούχει σαράντα κλέφτες.
Παρά τρακόσους στη βουλή,
που είναι όλοι τους τρελοί
κλέφτες και πλεονέχτες..
Αλί…αλί …και τρις αλί …
καλιά ‘χω τον μπαμπά Αλή 
πούχει απλως σαράντα.
Ακουσα τ ‘ αρχικλεφταρά , 
του φτιάξαν αδριάντα..?
Θέλουν να τον βραβεύσουνε 
για όσα έχει φάει ;
ή ότι κάνει το παπί 
και δεν τους μαρτυράει.
Αλί…αλί και τρις Αλί.. 
ότι κοιμάται ο Ελληνας 
το πήρανε χαμπάρι..
Γιαυτό στο κόλπο μπήκανε ,
κι αρχίσαν να ριμάζουν
ό,τι ο καθείς προλάβαινε 
ταμεία να αδειάζουν.
Και να που καταλήξαμε,
κι έχουνε θράσος τώρα
Μου κόψανε τη σύνταξη,
για να τους δώσω στήρηξη 
στη δύσκολη την ώρα.
Μα όπου νάναι ο Ελληνας
πρόκειτε να ξυπνήσει
όταν η πείνα η φοβερή,
θάρθει αμείλικτη σκληρή 
να τον αναστατώσει
Και τότε το παράδειγμα 
άααλου θ ακολουθήσει
γιατι κι εδώ Μουμπάρακες 
πολλοι έχουν ανθήσει..
Μα θάναι φίλε μου αργά,
Αυτό δε θα το νοιώσεις
από τη πείνα τη σκληρη.
ούτε στηλιάρι θα μπορείς
πλέον για να σηκώσεις…

   

Η ΖΩΗ 

Πάντοτε μες στη Ζωή μας λάθη κάνουμε
και ποτέ την ευτυχία δε την φτάνουμε
μερικές φορές τή βλέπω ,λέω ,έρχεται
κι όταν πια μέ πλησιάσει μέ παρέρχεται.
Τί Ζωή είναι κι αυτή! τήν απεχθάνομαι
πού πολλές φορές αν ζώ δέν τό αισθάνομαι.
Ταχτικά στόν εαυτό μου λέω: δέ μπορεί,
Κάποτε θάρθη η ώρα νάρθη να μέ βρή.
Κι ολο ζώ καί περιμένω κι ολο καρτερώ
Δέ μπορεί, τήν ευτυχία κάποτε θά βρώ
Ως τό τέλος η ελπίδα θά μ’ακολουθή
Δίπλα μου στό τάφο μέσα θάρθη καί αυτή..


                             ΚΡΗΤΗ ΜΟΥ

Κρήτη μου πως σε χαίρομαι 
 οταν σε περπατώ,
το μυρισμένο χώμα σου , 
μ αρεσει να πατώ.
Να ανασαίνω μυρωδιά ,
σαν είμαι στις πλαγιές σου,
και να γροικώ τα κύματα
 μεσ τσι ακρογιαλιές σου.
Να κόβω το θυμάρι σου,
δεμάτι να το κάνω,
και να το φτιάχνω στρώμα μου
 και να ξαπλώνω απάνω.
Να κόβω τη φασκομηλιά , 
 στα χέρια να τη τρίβω,
να πέρνω μιαν αναπνοή 
 τ αρθούνια μου ν ανοίγω.
Και να κατέβω ύστερα 
 κάτω στο   περιγιάλι,
κι απ το χαράκι το ψυλό ,
βουθιά να παίξω πάλι.
Να δροσερέψω μιαολιά ,
κι υστερα να πορίσω,
κι εκειά που σκούν τα κυματα,
λιγακι να καθίσω.
Να φρουκαστώ τα κύματα,
και προσευχή να κάνω
οταν θα σιγ' απλωνονται 
 στα βότσαλα απάνω
Να ευχαριστήσω δυνατά
 μέσα απ' τη καρδιά μου,
τον αίτιο που  μ έκανε 
 ν ακούω με τ αυτιά μου.
Σ ευχαριστώ που μ έκανες
 να βλέπω να χορταίνω
χιλιών λογιών χρωματισμούς, 
μα και να ανασαίνω.

Μα πιό πολυ σ ευχαριστώ, 
 που δωκες και γλώσσα,
για να μπορώ να σου μιλώ 
 και να σου λέω Τόσα
Υμνους πολλούς , και άσματα, 
 στο στόμα μου να βάνω
για τη  ζωή που  μού δωκες
 και την απολαμβάνω..........






O MANΩΛΙΟΣ ΚΙ Ο ΣΗΦΑΛΙΟΣ






O MANΩΛΙΟΣ ΚΙ Ο ΣΗΦΑΛΙΟΣ

Oταν εμπήκα  επαέ 
Μου είπε ενας φίλος,
Κόσκινο  πάντα να κρατάς
Γιατί θα γίνει  μύλος.

Εγω δεν εκατάλαβα
Και το  ξαναρωτάω
Μα ήντα το θες το κόσκινο
Στο google  σαν περνάω

Να κοσκινίζεις  Σηφαλιώ
Τσοι φίλους  οντε θα μπαίνεις,
Να μη  δαγκώνεις   άσκημα
 μωρέ  οντε θα βγαίνεις…..

Εκειά θα βρείς φίλους πολλούς
Που κάνουν  τσοι  μεγάλους
Ψηλό- γαζί δουλεύουνε
Ωσαν τσοι παπαγάλους...

Απ  τσ  εκατό  μονο δυο τρείς
Μπορει να ξεχωρίσεις,
Κράτα λοιπόν το κόσκινο 
Για να τσοι κοσκινήσεις…

Αντρες  γυναίκες  γίνονται 
Χαρμάνι   εκεί μεσα,,,,,,
Τσόκαρο εκατο χρονων
Κάνει την πριγκιπέσσα….

Γι αυτό σου λέω  Σηφαλιώ
Το νού σου  τετρακόσα
Κοσκίνιζέ  τα πιο μπροστά

Να μένουνε  καμπόσα .












3 σχόλια:

  1. TO ΣΤΕΚΙ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ

    Εψές αργά επέρασα από το στέκι πάλι
    κι ηβρα το Γιάννη να κρατά στο χέρι ένα μπουκάλι

    - Βάλε να πιούμε μια ρακί στο πόδι απου λένε
    να πάνε κάτω οι καυμοί πού το κακό μου θένε.

    -Κάτσε Γιωργάκη λέει μου να πιούμε δυό ρακάκια
    να βγής στο κέφι και να πής και δυό μαντιναδάκια.

    -Κέφι δεν έχω Γιάννη εδά γιατί ’μαι κουρασμένος
    απ’όλλες τσι αναποδιές ,και στεναχωρημένος.

    Φέρνει ένα πιάτο με ελιές και ένα με μυζήθρα
    θέλω δε θέλω υστερα εγώ στο κέφι ηρθα.

    Έφερε και χλωρό κουκί ,έφερε παξιμάδι
    κάθετε και το Μανωλιό εις το τραπέζι ομάδι.

    Κι αρχίσαμε εμείς οι τρείς και δώστου τα ρακάκια
    κι ο Γιάννης δε προλάβαινε να φέρνη κανατάκια.

    Σε λίγο νοιώθω τη ρακή να μας ’ε δυναμώνει
    κι όταν στο κέφι βγήκαμε βλέπουμε το Λυρώνη.

    Εκράθιε και στα χέρια του και ένα βαλιτσάκι
    - ηρθα παιδιά να σας ’ε πώ ένα μαντιναδάκι.

    Το μαντολίνο έβγαλε κι αρχίζει μαντινάδες
    και στο μυαλό μου ήρθανε αλλοτινές καντάδες.

    Πούνε τα χρόνια τα παλιά ..λέω μια μαντινάδα,
    πού μας παρακαλούσανε να κάνουμε καντάδα.

    Κέφι δεν είχα κι ήβγαλα με τούτη τη παρέα
    Στο στέκι βλέπω όντε κι αν πάς περνάς πολύ ωραία.

    Δεν είναι μόνο ο μεζές πού βρήχνεις εις το στέκι
    Ειν’ κι άλλο πού δε το θωρής οντε θα πάς παρέκι.

    Μαζί με το καλό κρασί πού φέρνουν στο μπουκάλι
    Ορεξη και καλή καρδιά στη κάνουνε χαλάλι.

    Ως κι αν δεν έχεις ορεξη αυτοί θα καταφέρουν
    μαζί με το γκαλό μεζέ το κέφι να σού φέρουν..


    Γιαυτό το σκέφτηκα καλά κι απόφαση ’χω βγάλει
    κάθε που θα ’χω ακεφιές και πόνο στο κεφάλι.

    Να τρέχω στσι Μεσαμπελιές να βρίχνω τα κοπέλια
    Να ρίχνουμε δυό-τρείς ρακιές και τσι καυμούς στ’αμπέλια.

    Και να γιαγέρνω ύστερα με κέφι στη κυρά μου
    Ορεξη νάχω μπόλικη μη βρώ και το μπελά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. H ΑΠΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
    Ένας ακόμα χρόνος στη πλάτη μου φορτώθηκε
    μ’ αυτός εδώ ο κόσμος ούτε πού διορθώθηκε.
    Χειρότερο το βλέπω το σήμερα απ’ το χθες
    κι ύστερα λένε ψέμα πώς είναι οι Γραφές.
    Κι αν δεν αλλάξει το μυαλό π’έχομε στο κεφάλι
    θα βράσουμε όλοι σύντομα στο ίδιο το τσουκάλι
    Οπέρυσης σαν σήμερα κάτι ’χα για να φάω
    μα εδά ξανοίγω για να βρώ τραπέζι για να πάω.
    Εσκέφτηκα στού Νικολή του φίλου μου να πάω
    κι αν τρώνε τούτη τη στιγμή να κάτσω και να φάω.
    Κι επήγα γιατί σκέφτηκα παλιά πως μούχε πή
    σ’ ανάγκη νά'ρθης να με βρεις μη το θεωρείς ντροπή.
    Γέμισα θάρρος τη καρδιά και πήγα ένα βράδυ
    μα όταν έφτασα εκεί ήτανε πια σκοτάδι.
    Κοίταξα απ’το παράθυρο για να βεβαιωθώ
    μπας κι είχαν πλέον κοιμηθεί να μη τους ενοχλώ.
    Για μια στιγμή ζαλίστηκα μού’ρθε να πέσω κάτω
    ποτέ μου δεν αντίκρισα τραπέζι πιο γεμάτο.
    Ετρώγανε και πίνανε τσούγκριζαν το ποτήρι
    κι εμέ τρέχαν τα σάλια μου όξω στο παραθύρι.
    Πήγα στη πόρτα και χτυπώ τι ’θελα περιμένω
    πού το περίμενα να βρώ τραπέζι ετσά στρωμένο.
    Για μιάς όλα σωπάσανε τριγύρω …τσιμουδιά
    Το μόνο π’ αισθανόμουνα ήταν η μυρουδιά.
    Βρέ μπάς και δεν ακούσανε,γιαυτό ξαναχτυπώ
    γυρνώ προς το παράθυρο ,θωρώ το φώς σβηστό.
    Εσκέφτηκα για μια στιγμή να σηκωθώ να φύγω
    δίχως να θέλω ένας λυγμός μού’ρχετε ,μα τον πνίγω.
    Ανοίγει η πόρτα ξαφνικά και μπαίνω στο σαλόνι
    και βλέπω και στο καναπέ το Νίκο να ξαπλώνει.
    N: -Πέρασε μέσα βρέ Κωστή μια τσικουδιά να πιούμε
    καλά πού μας ε πρόλαβες πριχού να κοιμηθούμε.
    Κ:-Αλήθεια λές μπρέ Νικολή κοιμάστε τέθεια ώρα
    και δε φοβάσαι το φαϊ να μη σού φέρει μπόρα;
    Ν:-Ντα ’μείς δε τρώμε βραδινό γιατί αν φάς παχαίνεις.
    Κ:-Ήθελα και να κάτεχα πώς ζεις και δε πεθαίνεις;
    Ν:-Βάλε του μπρέ μια τσικουδιά ’Ή μήπως θέλεις τσάι ;
    Κ:-Όχι Νικόλα δε θα πιω , γιατί δεν έχω φάει .
    Κι αν πιώ κι αυτή τη τσικουδιά τά ’ντερα θα χωνέψω
    κι όλη τη νύχτα ύστερα πώς θα τη συργουλέψω;
    Ν:-Και γιάντα μπρε δεν έφαγες δεν έρχεσαι απ’ τό σπίτι;
    ή μπάς και κάνης δίαιτα ωσάν την Αφροδίτη;
    Κ:-Δίαιτα κάνω Νικολιό όχι ν ’αδυνατίσω
    αλλά δεν έχουμε φαΐ και πως θα νταγιαντίσω.
    Και μιάς και μού ’πες μια φορά αν χρειαστώ βοήθεια
    σκέφτηκα να’ρθω να σε βρώ με πόνο μέσ’ στα στήθηα.
    Και δε μιλώ για πάρτη μου, ούτε για τη Κυρά μου,
    μα τα κοπέλια μου πεινούν και καίγετ’ η καρδιά μου.
    Kαι σκέφτηκα μπρέ Νικολιό κάτι να σου ζητήσω
    αφού το θάρρος μούδωκες ,και ’γώ να επιζήσω.
    Σηκώνετε ο Νικολιός και στρογυλοκαθίζει
    και το μαλί του το πυκνό αρχίζει και σκαλίζει.
    Ριχνει σε μένα μιά ματιά και μία στην κυρά του
    πού του ’κανε νοήματα να κάτσει είς τα αυγά του.
    Ν:-Τι να σού πώ μωρέ Κωστή πού άργησες λιγάκι
    γιατί μπρέ δεν ερχόσουνα πρίν το μεσημεράκι;
    Σήμερα πήγε η κυρά στη τράπεζα στη χώρα
    και μέσα όλα τα ’βαλλε για τη στερνή μας ώρα.
    Ν:-Ε! δεν πειράζει Νικολή εχει ο Θεός πού λένε
    γιατί εκείνος τα θωρεί τα μάθια μας σαν κλαίνε.

    Σηκώθηκα και έφυγα με πίκρα στη καρδιά μου
    για ιδές πού φτάνει ο άνθρωπος στα χρόνια τα δικά μου.
    Κάθισα κάπου η καρδιά λίγο να ’ ξαποστάσει
    κι έτυχε ένας άγνωστος δίπλα μου να περάσει.
    Βλέπω αμέσως σταματά,δίπλα μου και καθίζει
    πές μου ποιος ειν’ ο πόνος σου και τι σε βασανίζει;
    Μού ζήτησε και είπα του όλη την ιστορία
    κι αυτός μού είπε στη ζωή ένα ’ναι πούχει αξία.
    Τα πλούτη είναι στη καρδιά και όχι μέσ’τη τσέπη
    γιατί να ξέρεις πάντοτε πώς ο Θεός σε βλέπει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή